πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%87%CE%AE_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82/%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82
Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας ή ΔΕΠΥ (attention deficit hyperactivity disorder - ADHD) ονομάζεται η συστηματική συμπεριφορά του ατόμου, που απαντά συχνά κατά την παιδική ηλικία και ορίζεται από πληθώρα ειδικών ως διαταραχή, από μερικούς, δε, αναφέρεται και ως επιδημία, καθώς θεωρούν πως ως διαταραχή αφορά σε σεβαστό μέρος του παιδικού πληθυσμού. Εκδηλώνεται το ίδιο συχνά σε όλες τις εθνότητες, φυλετικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις. Εμφανίζεται νωρίς στην αναπτυξιακή πορεία του ατόμου και επηρεάζει την ικανότητά του να συγκεντρώνεται σε αυτό που το βάζουν να κάνει.
Δεν πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση ή δυσκολία, αλλά αντανακλά έναν τρόπο λειτουργίας του ατόμου, που τείνει να χαρακτηρίζεται ως «μη φυσιολογικός». Υπάρχει διαχωρισμός, βάσει κριτηρίων, ανάμεσα στα παιδιά που τους αποδίδεται η διαταραχή και στα υπόλοιπα, που απλώς παρουσιάζουν όμοια συμπτώματα. Η ΔΕΠΥ επηρεάζει την ικανότητα του παιδιού να φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης ηλικίας, όπως αυτές έχουν καθοριστεί από την πλειοψηφία των ψυχολόγων και των παιδίατρων.
Στις ήπιες μορφές της, η «διαταραχή» υποχωρεί, καθώς το παιδί μεγαλώνει και η συμπεριφορά του βελτιώνεται, φτάνοντας στο «φυσιολογικό» επίπεδο. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει με τις σοβαρότερες μορφές της διαταραχής. Γενικά, πρόκειται για έναν τρόπο λειτουργίας του ατόμου, που έχει την τάση να εμμένει στον χρόνο.
Όταν η ελλειμματική προσοχή/υπερκινητικότητα χαρακτηρίζει κάποιον στο βαθμό της διαταραχής, τα πράγματα είναι σοβαρά για τον ίδιο. Ένας ενήλικας με τη διαταραχή έχει σοβαρά προβλήματα προσαρμογής, δεν μπορεί να αποδώσει όπως θα αναμενόταν από τους υπόλοιπους και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό, γιατί ανατροφοδοτείται με χαμηλή αυτοεκτίμηση, καθώς δεν μπορεί να φέρει εις πέρας αποστολές, ακόμα και απλές εργασίες.
Επιδημιολογία
Η ελλειμματική προσοχή/υπερκινητικότητα αποτελεί τη συχνότερη αποκλίνουσα συμπεριφορά σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Ο ακριβής, όμως, αριθμός των παιδιών που εμφανίζουν την καθ' εαυτού διαταραχή είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Συχνά, παιδιά που δεν έχουν τη διαταραχή μπορεί να εμφανίσουν κάποια μεμονωμένα χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ, ως μέρος της φυσιολογικής τους ανάπτυξης. Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την έλλειψη ακριβών και αντικειμενικών μεθόδων εκτίμησης, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη διάγνωση. Μια εκτίμηση είναι πως η διαταραχή, σε όλες τις μορφές της, αφορά σ' ένα ποσοστό 3%-5% των παιδιών.
Τα αγόρια φαίνεται να είναι πιο επιρρεπή στην εκδήλωση της ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας σε σχέση με τα κορίτσια. Υπάρχει όμως διαφωνία, που αφορά στην αναλογία της εμφάνισης του φαινομένου μεταξύ των δύο φύλων, η οποία κυμαίνεται από 3:1 έως και 9:1 εις βάρος των αγοριών.
Η διαφορά αυτή στη συχνότητα εκδήλωσης της διαταραχής εκτιμάται πως εξαρτάται από το γεγονός ότι τα αγόρια παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό ανάρμοστη διαγωγή ή αντικοινωνική συμπεριφορά, σε σχέση με τα κορίτσια. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά των αγοριών γίνεται περισσότερο αντιληπτή και ο αριθμός των διαγνώσεων σε αυτά είναι πιο συχνός.
Οι επιστήμονες συμφωνούν στο ότι η ΔΕΠΥ δεν είναι αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου παράγοντα. Η κληρονομικότητα, η έκθεση σε τοξικούς παράγοντες και ο τραυματισμός του εγκεφάλου φαίνεται να αποτελούν τα σημαντικότερα αίτια, ενώ άλλα, όπως η διατροφή ή η κακή γονεϊκή μέριμνα, είναι ήσσονος σημασίας ή δεν επηρεάζουν καθόλου την εκδήλωση της διαταραχής.
Ανωμαλίες στη λειτουργία του εγκεφάλου
Μελέτες, που χρησιμοποίησαν νευροψυχολογικά τεστ, έχουν δείξει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον εγκέφαλο των ατόμων με ΔΕΠΥ και αυτών χωρίς. Συγκεκριμένα, τα άτομα με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν σημαντικά ελλείμματα στη λειτουργία του πρόσθιου λοβού του εγκεφάλου. Επιπροσθέτως, έχει γίνει η υπόθεση ότι η δυσλειτουργία κάποιων νευροδιαβιβαστών ευθύνεται για την εμφάνιση της ΔΕΠΥ. Η ντοπαμίνη (dopamine) και η νοραδρεναλίνη (noradrenaline) φαίνεται να αναστέλλουν τη λειτουργία άλλων νευροδιαβιβαστικών συστημάτων και να εμποδίζουν την ωρίμανση και λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών του πρόσθιου εγκεφάλου.
Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος της κληρονομικότητας στην εκδήλωση ΔΕΠΥ. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι η κληρονομικότητα ευθύνεται για το 76% των περιπτώσεων. 76% των παιδιών με ΔΕΠΥ έχουν τουλάχιστον έναν συγγενή που εμφανίζει τη διαταραχή. Όταν ο ένας γονέας πάσχει από τη διαταραχή, έχει πιθανότητα 57% να την κληροδοτήσει στο παιδί του. Εντυπωσιακές ήταν και οι έρευνες σε διδύμους. Σε σχετική μελέτη, χρησιμοποιήθηκε ένα δείγμα από 1.938 οικογένειες διδύμων και αδερφών με ΔΕΠΥ. Τα αποτελέσματα ενίσχυσαν τις θεωρίες για τον καθοριστικό ρόλο της κληρονομικότητας. Οι μονοωογενείς δίδυμοι εμφάνισαν ομοιότητα στην εκδήλωση της ΔΕΠΥ σε ποσοστό 91%, ενώ οι διζυγωτικοί δίδυμοι σε ποσοστό 38%. Τέλος, έχει παρατηρηθεί μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης της διαταραχής σε υιοθετημένα παιδιά, επιβαρυμένα κληρονομικά. Εντούτοις, δεν υπάρχουν ευρήματα που να ενοχοποιούν χρωμοσωμικές ανωμαλίες στην εκδήλωση της ΔΕΠΥ.
Το κάπνισμα και η χρήση αλκοόλ από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση συμπτωμάτων ΔΕΠΥ. Τα αποτελέσματα έρευνας, στην οποία εξετάστηκε η σχέση μεταξύ της χρήσης ουσιών από τη μητέρα και της εμφάνισης ΔΕΠΥ στο παιδί, έδειξαν ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ είχαν διπλάσια πιθανότητα από τα υπόλοιπα παιδιά να έχουν μητέρα, η οποία κάπνιζε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επιπλέον, είχαν 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν εκτεθεί προγεννητικά σε αλκοόλ. Άλλοι παράγοντες, που έχουν συνδεθεί με την εκδήλωση της ΔΕΠΥ, είναι η τοξιναιμία, η φτωχή υγεία και η ηλικία της μητέρας.
Ο μόλυβδος είναι μία ουσία, η οποία έχει ενοχοποιηθεί για την πρόκληση ΔΕΠΥ και για προβλήματα προσοχής. Σε σχετική έρευνα παρατηρήθηκε ότι οι συμμετέχοντες που είχαν εκτεθεί σε μόλυβδο εμφάνισαν ψηλότερα σκορ στην κλίμακα ADHD των Barkley–DuPaul, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Ο μόλυβδος έχει συνδεθεί, επίσης, με προβλήματα στη διατήρηση της προσοχής. Ο μόλυβδος δεν χρησιμοποιείται πλέον στη ζωγραφική και δεν συναντάται παρά μόνον σε πολύ παλιά κτίρια. Ως εκ τούτου, η εμφάνιση τοξικών επιπέδων μολύβδου στο αίμα δεν είναι πια τόσο διαδεδομένη.
Στη δεκαετία του '70 επικρατούσε η πεποίθηση ότι η ΔΕΠΥ είναι αποτέλεσμα αλλεργίας ή ευαισθησίας σε συγκεκριμένες ουσίες, που βρίσκονται στις τροφές. Οι έρευνες, ωστόσο, των τελευταίων ετών δεν φαίνεται να υποστηρίζουν αυτήν την άποψη. Συγκεκριμένα, έρευνες σχετικά με τον ρόλο της ζάχαρης στην πρόκληση της ΔΕΠΥ δείχνουν ότι η ζάχαρη δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά ή τη μάθηση.
Δεν υπάρχουν μελέτες, που να υποστηρίζουν την άποψη ότι η ΔΕΠΥ είναι αποτέλεσμα κακής γονεϊκής μέριμνας ή δυσμενούς οικογενειακού περιβάλλοντος. Εντούτοις, κάποια χαρακτηριστικά της γονεϊκής μέριμνας πράγματι επιδεινώνουν τη ΔΕΠΥ και αυξάνουν τον κίνδυνο συννοσηρών διαταραχών. Αντίθετα, θετικές παρεμβάσεις των γονιών είναι πιθανό να βοηθήσουν το παιδί και να βελτιώσουν σημαντικά τη συμπεριφορά του.
Δεν έχει βρεθεί καμία επίδραση της τηλεόρασης στην εκδήλωση ή επιδείνωση της ΔΕΠΥ.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν σε μία συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η προσοχή τους μεταπηδά από τη μία ασχολία στην άλλη και σπάνια ολοκληρώνουν αυτό που άρχισαν. Το πρόβλημα εντείνεται, εάν πρόκειται για κουραστικές και επαναληπτικές ασχολίες με μεγαλύτερη διάρκεια από τις συνηθισμένες. Γενικά, παρασύρονται από πιο διασκεδαστικές και άμεσα αμειβόμενες καταστάσεις και τείνουν να αποφεύγουν εργασίες που απαιτούν προσπάθεια ή συγκέντρωση. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ φαίνεται να βρίσκονται σε σύγχυση, χάνουν συχνά πράγματα και πολλές φορές δεν αντιδρούν, όταν οι γονείς τους απευθύνονται σε αυτά. Επιπλέον, τα παιδιά με ΔΕΠΥ υστερούν ως προς την ικανότητα διατήρησης της προσοχής σε σχέση με τους συμμαθητές τους κατά 30% ή και περισσότερο. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως ένα δεκάχρονο παιδί έχει την προσοχή επτάχρονου παιδιού χωρίς ΔΕΠΥ. Τέλος, τα παιδιά με ΔΕΠΥ χάνουν ευκολότερα το ενδιαφέρον τους για κάποια δραστηριότητα. Σχετική έρευνα έδειξε ότι παίζουν με τριπλάσια παιχνίδια συγκριτικά με τα άλλα παιδιά και περνούν τον μισό χρόνο μαζί τους. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι δεν έχουν πρόβλημα στο να φιλτράρουν πληροφορίες. Γνωρίζουν ποιες πληροφορίες είναι σημαντικές, απλώς δυσκολεύονται να εστιάσουν την προσοχή τους σε αυτές για μεγάλο διάστημα. Μεγαλώνοντας, τα παιδιά με ΔΕΠΥ μαθαίνουν να αντιστέκονται έως έναν βαθμό σε ελκυστικές πηγές, αν και δεν έχει βρεθεί ποιοι μηχανισμοί συντελούν σε αυτό.
Η παρορμητικότητα χαρακτηρίζεται από χαμηλό αυτοέλεγχο, λάθη απροσεξίας και απαιτήσεις για άμεση ικανοποίηση των αναγκών. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ δεν σκέφτονται εκ των προτέρων τις συνέπειες των πράξεών τους και απαντούν σε ερωτήσεις προτού αυτές ολοκληρωθούν. Αδυνατούν να περιμένουν τη σειρά τους σε ένα παιχνίδι ή μέχρι την έναρξη μίας δραστηριότητας. Συνήθως, αρχίζουν νωρίτερα την ασχολία που θα έπρεπε να αναβάλλουν ή ζητούν απαιτητικά να γίνει εκείνη τη στιγμή. Η συμπεριφορά των παιδιών με ΔΕΠΥ βιώνεται από τους άλλους ως αγενής ή εγωκεντρική, προκαλώντας, έτσι, πολλά προβλήματα στις σχέσεις με τους συνομήλικους.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της υπερκινητικότητας είναι η αυξημένη κινητική δραστηριότητα και ομιλία. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ κινούν τα χέρια και τα πόδια τους νευρικά, στριφογυρνούν στη θέση τους ή σηκώνονται στην τάξη χωρίς να πάρουν άδεια. Είναι ανήσυχα και η κίνησή τους είναι βιαστική και αδέξια. Ακόμη, τα αποτελέσματα σχετικών μελετών έδειξαν ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ κινούνται έως και οκτώ φορές περισσότερο από τα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Επιπλέον, μιλούν πολύ, συχνά μουρμουρίζουν ή κάνουν περίεργους θορύβους. Ηρεμούν μόνο μετά από έντονη πίεση των άλλων ή όταν εξαντλούνται σωματικά.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ αντιπροσωπεύουν όλο το φάσμα της νοητικής ανάπτυξης. Κάποιες έρευνες υποστηρίζουν πως η επίδοσή των παιδιών αυτών στα σταθμισμένα τεστ νοημοσύνης υστερεί κατά 7-10 μονάδες. Ωστόσο, η έλλειψη αυτή δεν είναι σίγουρο ότι οφείλεται στις πραγματικές διαφορές της νοημοσύνης των παιδιών με ΔΕΠΥ και αυτών χωρίς. Οι σταθμισμένες κλίμακες μέτρησης της νοημοσύνης, που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας, απαιτούν μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης και αξιολογούν το επίπεδο ακαδημαϊκών γνώσεων του παιδιού. Έτσι, οι παρατηρούμενες διαφορές είναι δυνατό να οφείλονται στην αδυναμία των παιδιών με ΔΕΠΥ να εστιάσουν την προσοχή τους, όπως και στις σχολικές ελλείψεις των παιδιών αυτών.
Μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών με ΔΕΠΥ φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολία συντονισμού των κινήσεων (52%, έναντι 35% στην ομάδα ελέγχου). Ως εκ τούτου, τα παιδιά αυτά συχνά υστερούν στις αθλητικές δραστηριότητες, είναι άγαρμπα ή σκοντάφτουν όταν περπατούν. Ο φτωχός συντονισμός καθιστά πολλά από αυτά τα παιδιά ευάλωτα σε ατυχήματα. Προβλήματα παρουσιάζονται, επίσης, στη λεπτή κινητικότητα. Έτσι, είναι πιθανό να δυσκολεύονται στη ζωγραφική, στη γραφή, στο δέσιμο των παπουτσιών ή στο κούμπωμα των ρούχων.
Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει καθυστέρηση στην έναρξη του λόγου σε παιδιά με ΔΕΠΥ, σε ποσοστό 6%-35%, ενώ 10%-54% των παιδιών αυτών αντιμετωπίζει δυσκολία στον προφορικό λόγο. Φαίνεται να υπάρχει βελτίωση στην ομιλία των παιδιών αυτών με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα και στα μεγαλύτερα παιδιά, όμως, εμμένει μία δυσκολία στη ροή και στην ποιότητα της ομιλίας, στις περιπτώσεις που τους ζητάται να οργανώσουν προηγουμένως τον λόγο τους. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η δυσκολία στην οργάνωση του προφορικού λόγου αντικατοπτρίζει ελλείψεις στις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες.
Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ υστερούν, όσον αφορά στις προσαρμοστικές ικανότητες σε σχέση με τους συμμαθητές τους. Συγκεκριμένα, τα παιδιά αυτά βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο του φυσιολογικού.
Προβλήματα παρατηρούνται και αναφορικά με την αίσθηση του χρόνου, μιας και αυτή συνδέεται άμεσα με τη μη λεκτική μνήμη εργασίας.
Το σχολείο ίσως να αποτελεί τον τομέα στον οποίο τα παιδιά με ΔΕΠΥ αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη δυσκολία. Σχεδόν όλα τα παιδιά με ΔΕΠΥ που παραπέμπονται για διάγνωση, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο σχολείο. Ένα ποσοστό 30%-50% μπορεί να μείνει στην ίδια τάξη, ενώ το 1/3 περίπου κινδυνεύει να μην τελειώσει το σχολείο. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ υστερούν σε σχέση με τους συμμαθητές τους, αναφορικά με την ποσότητα δουλειάς που ολοκληρώνουν. Επιπρόσθετα, 20%-40% των μαθητών αυτών παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες. Συγκεκριμένα, 8%-39% διαγιγνώσκεται με δυσλεξία, 12%-26% με δυσορθογραφία, 12%-33% με δυσαριθμησία και πάνω από 60% με δυσγραφία. Τέλος, οι μισοί μαθητές με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται στην παραγωγή γραπτού λόγου.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν, δευτερογενώς, έντονο αίσθημα κατωτερότητας, αποτυχίας και ανεπάρκειας. Δεν ανέχονται την απόρριψη ή την απογοήτευση. Η συμπεριφορά τους είναι απρόβλεπτη. Το συναίσθημά τους είναι ευμετάβλητο και παρουσιάζει ακραίες εναλλαγές. Χαρακτηριστικά, επίσης, των παιδιών με ΔΕΠΥ αποτελούν η ευερεθιστότητα και οι έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα στη συμπεριφορά, όπως και δυσλειτουργία στις κοινωνικές δεξιότητες, σε σχέση με τους συνομιλήκούς τους. Τείνουν να παίζουν λιγότερο με τους συμμαθητές τους και να είναι λιγότερο συνεργατικά. Συχνά η συμπεριφορά των παιδιών με ΔΕΠΥ τείνει να απομακρύνει τους άλλους. Έτσι, πολλές φορές, κατατάσσονται στα λιγότερο συμπαθητικά παιδιά και είναι πιο πιθανό να απορριφθούν από τους συμμαθητές τους. Σχετικές μελέτες έδειξαν ότι τα παιδιά αυτά εμφανίζουν 2-10 φορές περισσότερο αρνητική συμπεριφορά απέναντι στους συνομιλήκούς τους, συγκριτικά με τα υπόλοιπα παιδιά. Είναι περισσότερο ευάλωτα στις επιθέσεις των συμμαθητών τους, λιγότερο φιλικά απέναντί τους και δυσκολεύονται να βρουν αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν. Συχνά αδυνατούν να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές. Τα προβλήματα στις κοινωνικές δεξιότητες των παιδιών με ΔΕΠΥ εμμένουν έως την εφηβεία και την ενήλικη ζωή.
Οι ασθενείς με ΔΕΠΥ αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα στον ύπνο. Ο ύπνος τους είναι ανεπαρκής και χαμηλής ποιότητας. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται να κοιμηθούν το βράδυ και να ξυπνήσουν το πρωί και αυτές οι δυσκολίες παρατηρούνται από τη βρεφική ηλικία. Επίσης, κοιμούνται λιγότερο και εμφανίζουν περισσότερες ενοχλήσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε σχέση με τους συμμαθητές τους. Ως εκ τούτου, ασθενείς με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν υπερβολική υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας (excessive daytime sleepiness).
Η διάσπαση ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα έχει συνδεθεί με δυσλειτουργία στην οδήγηση. Έρευνες έχουν δείξει ότι ασθενείς με ΔΕΠΥ έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προκαλέσουν ατύχημα στο δρόμο, σε σχέση με άτομα χωρίς ΔΕΠΥ. Συγκεκριμένα, έφηβοι ή νεαροί ενήλικες με ΔΕΠΥ έχουν τετραπλάσια πιθανότητα να προκαλέσουν ατύχημα σε σχέση με τους συνομίληκούς τους. Επιπλέον, το ποσοστό των νέων με ΔΕΠΥ που έχει ήδη εμπλακεί σε δύο ή και περισσότερα ατυχήματα, είναι επταπλάσιο από αυτό των νέων χωρίς ΔΕΠΥ. Το 48% των νέων με ΔΕΠΥ φαίνεται να φέρει την ευθύνη του ατυχήματος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους νέους χωρίς ΔΕΠΥ είναι 11%. Συχνά οι έφηβοι με ΔΕΠΥ έχουν επιθετική συμπεριφορά, καθώς οδηγούν πιο επικίνδυνα από τους συνομιλήκούς τους. Τέλος, τέσσερις φορές περισσότεροι έφηβοι με ΔΕΠΥ δέχονται κλήσεις στα δύο πρώτα χρόνια οδήγησής τους, η πλειονότητα των οποίων αφορά σε υπερβολική ταχύτητα και παράβαση των σημάτων stop.